υπερίσχυση

υπερίσχυση
η, Ν
το αποτέλεσμα τού υπερισχύω, επικράτηση, επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερισχύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερίσχυσις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερίσχυση — η επικράτηση, υπερνίκηση: Η υπερίσχυση της λευκής φυλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερισχύσῃ — ὑπερισχύ̱σῃ , ὑπέρ ἰσχύω to be strong aor subj mid 2nd sg ὑπερισχύ̱σῃ , ὑπέρ ἰσχύω to be strong aor subj act 3rd sg ὑπερισχύ̱σῃ , ὑπέρ ἰσχύω to be strong fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκράτησις — ήσεως, ἡ Α επικράτηση, υπερίσχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κράτησις «επικράτηση, υπερίσχυση»] …   Dictionary of Greek

  • Οβραίος — και Οβριός, ο, θηλ. Οβραία και Οβριά Εβραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Οβραίος σχηματίστηκε από υπερίσχυση τού άρθρου ο: ο Εβραίος > Οβραίος (πρβλ. ο έμορφος > όμορφος). Ο τ. Οβριός < Οβραίος, με συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)] …   Dictionary of Greek

  • αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… …   Dictionary of Greek

  • εκνίκηση — η (AM ἐκνίκησις) υπερίσχυση, επικράτηση μσν. νεοελλ. η αφαίρεση τής νομής πράγματος από τον αγοραστή του επειδή κάποιος τρίτος έχει νομικό δικαίωμα ισχυρότερο από αυτόν που τό αγόρασε …   Dictionary of Greek

  • επικράτεια — η (AM ἐπικράτεια) [επικρατής] εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.) νεοελλ. «Συμβούλιο τής Επικρατείας» ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • επικράτηση — η (AM ἐπικράτησις) [επικρατώ] 1. υπερίσχυση, κατίσχυση, νίκη («η επικράτηση τών ελληνικών όπλων») 2. (για πράγμ., ιδέες, καταστάσεις) καθιέρωση, προτίμηση («επικράτηση ρεαλιστικών τάσεων») μσν. επικράτεια αρχ. παντοδυναμία, κυριαρχία …   Dictionary of Greek

  • θριάμβευση — η (Μ θριάμβευσις) [θριαμβεύω] το να θριαμβεύει κάποιος, υπερνίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση μσν. δημοσίευση …   Dictionary of Greek

  • κατίσχυση — η υπερίσχυση, υπερτέρηση, επιβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατισχύω. Η λ., στον λόγιο τ. κατίσχυσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”